- ἐνέπαιξα
- ἐνέπαιξα, ἐνεπαίχθην s. ἐμπαίζω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐνέπαιξα — ἐμπαίζω mock at aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπαίζω — ενέπαιξα, εμπαίχτηκα, εμπαιγμένος, μτβ. 1. χλευάζω, πειράζω, περιγελώ. 2. κοροϊδεύω, εξαπατώ κάποιον με υποσχέσεις, τον γελώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπαίζω — εμπαίζω, ενέπαιξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής